ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Τι είναι η εχινόκοκκος κύστη του ήπατος;
Είναι μία παρασιτική νόσος, η οποία οφείλεται στο παράσιτο «εχινόκοκκος ταινία». Το παράσιτο αυτό ζει στο έντερο των σκύλων και άλλων ζώων, όπως ο λύκος και οι αλεπούδες, με τα κόπρανα των οποίων αποβάλλονται τα ωά του παρασίτου. Οι άνθρωποι μολύνονται από τη νόσο τρώγοντας τροφές που είναι μολυσμένες από τα κόπρανα των ζώων, όπως για παράδειγμα άπλυτα λαχανικά και φρούτα. Σε αρκετά σπάνιες περιπτώσεις, μπορεί ο ασθενής να μολυνθεί απευθείας από την επαφή του με τον σκύλο. Για παράδειγμα, βάζοντας τα χέρια του στο στόμα αφού χαϊδέψει τον σκύλο, ο οποίος μολύνθηκε αρχικά γλείφοντας το πρωκτό του.
Ποια είναι τα συμπτώματα που εμφανίζει η εχινόκοκκος κύστη του ήπατος;
Για αρκετά χρόνια μπορεί να μην εμφανίσει απολύτως κανένα σύμπτωμα ο ασθενής. Ο ασθενής το αντιλαμβάνεται, όταν η κύστη γίνει τόσο μεγάλη σε μέγεθος, με αποτέλεσμα να του δημιουργεί πίεση και πόνο. Αν η κύστη ραγεί, θα δημιουργήσει αριθμό επιπλοκών, όπως αποφρακτικό ίκτερο, περιτονίτιδα ή και αλλεργικό σοκ.
Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
H διάγνωση πραγματοποιείται με εξετάσεις αίματος και ακτινογραφία κοιλίας, η οποία απεικονίζει την επασβέστωση του τοιχώματος της κύστης. Η αξονική τομογραφία και το υπερηχογράφημα παίζουν και αυτά σημαντικό ρόλο για την σωστή διάγνωση.
Ποια είναι η θεραπεία που πρέπει να ακολουθηθεί;
Στις περισσότερες περιπτώσεις η μοναδική θεραπεία είναι η χειρουργική. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι κύστεις είναι πολύ μικρές σε μέγεθος, κάτω δηλαδή από 5 εκατοστά, και έχουν επασβεστωθεί και νεκρωθεί ολοσχερώς, τότε η χειρουργική επέμβαση δεν είναι απαραίτητη.
Ποια είναι ακριβώς η χειρουργική επέμβαση και τι ακολουθεί μετεγχειρητικά;
Συνήθως προτιμάται η απλή παροχέτευση της κύστης (με πολύ μεγάλη προσοχή για να μην επιβαρυνθούν-μολυνθούν τα γύρω όργανα) ή η αφαίρεση της εσωτερικής μεμβράνης της και η τοποθέτηση ενός σωλήνα μέσα στη κύστη. Ο σωλήνας αυτός χρησιμεύει στο να αδειάζει ο κενός χώρος για το απαραίτητο χρονικό διάστημα, μέχρι να κλείσει.
Μετά την χειρουργική επέμβαση, ενδείκνυται η χορήγηση παρασιτοκτόνων φαρμάκων, αλβενδαζόλης ή μεβενδαζόλης, με σκοπό να εμποδιστεί η υποτροπή. Για ασθενείς με διάχυτη νόσο ή για ασθενείς που δεν μπορούν να υποβληθούν σε εγχείρηση, η φαρμακευτική αυτή αγωγή αποτελεί την κύρια θεραπεία.