ΕΝΟΤΗΤΕΣ


    Έκκριμα Θηλής

     

    Το έκκριμα θηλής αποτελεί ένα σύμπτωμα που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στις γυναίκες που δεν βρίσκονται σε περίοδο γαλουχίας. Εμφανίζεται σε μεγάλο ποσοστό των γυναικών και συνήθως δεν αποτελεί ένδειξη κακοήθειας, ωστόσο είναι σκόπιμο να διερευνάται.

    Ποια είναι τα αίτια της εκροής υγρού από τη θηλή;

    Το έκκριμα θηλής ενδέχεται να είναι μητρικό γάλα ή αλλιώς μπορεί να παραχθεί εξαιτίας διάφορων αιτίων. Το χρώμα και η σύσταση του υγρού μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες ως προς τη φύση του εκκρίματος, αλλά και για το αίτιο που το προκάλεσε.

    Ο Θηλασμός: είναι το πιο κοινό αίτιο έκκρισης υγρού από τη θηλή και μπορεί να συνεχίζεται ως και δύο χρόνια μετά τη διακοπή του φυσιολογικού θηλασμού. Στις γυναίκες που δεν θήλασαν συχνά εμφανίζεται μικρή αμφοτερόπλευρη έκκριση γάλακτος.

    Γαλακτόρροια: Η έκκριση γάλακτος σε γυναίκες, η οποία δεν σχετίζεται με το θηλασμό. Φυσιολογική γαλακτόρροια είναι η συνεχιζόμενη παραγωγή γάλακτος μετά τη διακοπή του θηλασμού και την αποκατάσταση του εμμηνορυσιακού κύκλου. Συχνά είναι αποτέλεσμα συνεχιζόμενου μηχανικού ερεθισμού των θηλών.

    Επίσης σημαντική είναι η γαλακτόρροια φαρμακευτικής αιτιολογίας, που σχετίζεται με λήψη φαρμάκων τα οποία α) μειώνουν την παραγωγή ντοπαμίνης (π.χ. τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, βενζοδιαζεπίνες), αναστέλλουν τους υποδοχείς ντοπαμίνης (π.χ. μετοκλοπραμίδη ή αλλοπεριδόλη) ή εμφανίζουν αντιοιστρογονική δράση (π.χ. δακτυλίτιδα). Σε αυτές τις περιπτώσεις η έκκριση γάλακτος είναι αμφοτερόπλευρη και χωρίς πρόσμιξη αίματος.

    Τέλος η αυτόματη έκκριση γάλακτος σε μη θηλάζουσα γυναίκα θα μπορούσε να αποδοθεί σε αδένωμα της υπόφυσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως συνυπάρχει αμηνόρροια.

    Η παθολογική έκκριση από τη θηλή συνήθως είναι αιματηρή, αυτόματη, μονόπλευρη και/ή προέρχεται από έναν πόρο. Η παρουσία αίματος μπορεί να τεκμηριωθεί με ανίχνευση αιμοσφαιρίνης στο έκκριμα.

    Η φυσιολογική έκκριση είναι συνήθως μη αιματηρή, προέρχεται από πολλαπλούς πόρους, μπορεί να έχει μια ποικιλία χρωμάτων (από διαυγές ως κίτρινο ως και πράσινο) και χρειάζεται μηχανική διέγερση για να εμφανιστεί. Η κυτταρολογική εξέταση δεν είναι πάντα αναγκαία.

    Σε ένα ποσοστό 10% το αίτιο είναι η κακοήθεια.

    Αν δεν υπάρχουν κλινικά ή απεικονιστικά ευρήματα κακοήθειας, η έκκριση μπορεί να αποδοθεί σε καλόηθες ενδοπορικό θήλωμα (τα περιφερικά θηλώματα θέτουν τις ασθενείς σε οριακά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού) ή πορεκτασία ή ινοκυστικές μεταβολές του μαστού. Στις θηλάζουσες γυναίκες το αιματηρό ή οροαιματηρό έκκριμα μπορεί να συσχετίζεται με τραυματισμό του μαστού, λοίμωξη ή πολλαπλασιασμό του επιθηλίου που σχετίζεται με την αύξηση του μεγέθους του μαστού.

    Οι ασθενείς με εμμένουσα αυτόματη έκκριση από έναν και μοναδικό πόρο χρειάζεται να υποβληθούν σε αφαίρεση του πόρου είτε με εκτομή του μεμονωμένου πόρου είτε με μείζονα εξαίρεση των πόρων (αφαίρεση όλων των οπισθοθηλαίων πόρων). Η τελευταία μέθοδος έχει θέση στην αντιμετώπιση αιματηρής έκκρισης από πολλαπλούς πόρους ή σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με αιματηρή έκκριση.

    Σε κάθε περίπτωση όποια κι αν είναι η μορφή και τα χαρακτηριστικά του εκκρίματος, θα πρέπει να διερευνάται από Ιατρό, προκειμένου να διευκρινιστεί η αιτία που το προκάλεσε.

     

    Ποιες εξετάσεις πρέπει να γίνουν;

    Στην αρχή ο Ιατρός θα λάβει ένα λεπτομερές ιστορικό σχετικά με το έκκριμα της θηλής.

    Θα χρειαστεί να διευκρινιστούν τα εξής στοιχεία:

    • Η εκροή του υγρού προέρχεται μόνο από τον ένα μαστό ή και από τους δύο;
    • Ποιο είναι το χρώμα του εκκρίματος;
    • Πότε εμφανίστηκε πρώτη φορά;
    • Είναι αυθόρμητο ή συμβαίνει έπειτα από μηχανική διέγερση της θηλής;
    • Αφορά έναν ή περισσότερους πόρους;
    • Έχει εντοπισθεί κάποια μάζα ή κάποιο άλλο σύμπτωμα στους μαστούς;

     

    Στη συνέχεια ακολουθεί η κλινική εξέταση και ενδεχομένως η λήψη δείγματος του εκκρίματος για πραγματοποίηση κυτταρολογικής εξέτασης.

    Τα αποτελέσματα της κυτταρολογικής εξέτασης, σε συνδυασμό με περεταίρω απεικονιστικές εξετάσεις, οι οποίες ενδεχομένως να απαιτηθούν (μαστογραφία, υπερηχογράφημα μαστού, γαλακτογραφία, μαγνητική τομογραφία) θα διευκρινίσουν το αίτιο του εκκρίματος.

    Στην πλειονότητα των περιπτώσεων το παθολογικό έκκριμα της θηλής οφείλεται σε ενδοπορικό θήλωμα, πολλαπλά θηλώματα, πορεκτασίες ή ινοκυστικές αλλοιώσεις. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να αποτελεί ένδειξη διηθητικού ή μη διηθητικού καρκίνου μαστού. Γι΄ αυτόν το λόγο η εξέταση της θηλής για αλλοιώσεις ή εκροή υγρού αποτελεί και κομμάτι της μηνιαίας αυτοεξέτασης μαστού που πρέπει να πραγματοποιείται από κάθε γυναίκα.

    Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έκκριμα θηλής επικοινωνήστε με τον Ειδικό Χειρουργό – Δρ. Γιώργο Ανθιμίδη.