Ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια πάθηση του θυρεοειδούς αδένα που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών. Η υπερλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα μπορεί να οδηγήσει σε επιτάχυνση του μεταβολισμού, η οποία είναι συνήθως πιο συχνή στις γυναίκες. Σε πολλές περιπτώσεις ο αδένας διογκώνεται, σχηματίζοντας οζώδη βρογχοκήλη.
Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να διακριθεί σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με την αιτία του προβλήματος:
Τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο του ατόμου, καθώς και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μερικά από τα πιο κοινά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού γίνεται μέσω εξειδικευμένων αιματολογικών εξετάσεων που μετρούν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών TSH, T4 και T3. Συνήθως, τα αποτελέσματα δείχνουν χαμηλά επίπεδα TSH και αυξημένες τιμές T4 και T3. Σε περιπτώσεις όπου η TSH είναι χαμηλή, αλλά οι άλλες ορμόνες παραμένουν φυσιολογικές, η διάγνωση είναι υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός.
Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς για να ελεγχθεί η παρουσία όζων ή βρογχοκήλης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρειαστεί και σπινθηρογράφημα για την αξιολόγηση της λειτουργίας του αδένα.
Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η αιτία της πάθησης, η ηλικία του ασθενούς, η φυσική του κατάσταση και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων.
Οι πιο συνήθεις θεραπευτικές επιλογές για τον υπερθυρεοειδισμό είναι οι εξής:
Τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα μειώνουν την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών. Η θεραπεία με αυτά τα φάρμακα διαρκεί συνήθως 1-2 χρόνια, με την αρχική δόση να μειώνεται σταδιακά καθώς τα επίπεδα των ορμονών επανέρχονται στο φυσιολογικό. Ωστόσο, υπάρχει πάντα η πιθανότητα υποτροπής μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Η χορήγηση μικρής ποσότητας ραδιενεργού ιωδίου μπορεί να καταστρέψει τα κύτταρα του θυρεοειδούς που υπερλειτουργούν, οδηγώντας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος μπορεί να προκαλέσει μόνιμο υποθυρεοειδισμό, οπότε θα χρειαστεί διά βίου θεραπεία με θυροξίνη.
Η χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς (θυρεοειδεκτομή) είναι μία μόνιμη λύση για τον υπερθυρεοειδισμό, αλλά συχνά αποφεύγεται λόγω των πιθανών επιπλοκών. Ενδείκνυται κυρίως όταν οι άλλες θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές ή αν υπάρχουν αντενδείξεις για αυτές.
Σε περιπτώσεις που ο υπερθυρεοειδισμός προκαλείται από φλεγμονώδη θυρεοειδίτιδα, μπορεί να χορηγηθούν αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή/και στεροειδή. Επιπλέον, φάρμακα όπως οι β-αποκλειστές χρησιμοποιούνται για τη μείωση των καρδιακών συμπτωμάτων, χωρίς να επηρεάζουν την παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών.
Εν κατακλείδι, ο υπερθυρεοειδισμός είναι μια σοβαρή πάθηση που απαιτεί έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία για να αποφευχθούν επιπλοκές. Σε περίπτωση που παρατηρήσετε οποιοδήποτε από τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού, επικοινωνήστε με τον Γενικό Χειρουργό Δρ. Γεώργιο Ανθιμίδη για μια έγκυρη διάγνωση και θεραπεία.