ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Η βουβωνοκήλη αποτελεί τη συχνότερα εμφανιζόμενη μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος.
Με τον όρο κήλη του κοιλιακού τοιχώματος, περιγράφουμε την πρόπτωση και προβολή ενός ενδοκοιλιακού σπλάχνου (συνήθως τμήματος του εντέρου) εκτός της φυσιολογικής ανατομικής του θέσης, μέσω κάποιου αδύναμου σημείου του κοιλιακού τοιχώματος. Έτσι δημιουργείται η χαρακτηριστική διόγκωση κάτω από το δέρμα, που αποτελεί και το πρώτο αναγνωριστικό σύμπτωμα οποιασδήποτε κήλης.
Στην περίπτωση της βουβωνοκήλης αναφερόμαστε στην πρόπτωση που λαμβάνει χώρα στο βουβωνικό πόρο, δηλαδή στην περιοχή ανάμεσα στον κορμό και το μηρό.
Η βουβωνοκήλη προκαλείται σε κάποιο αδύναμο σημείο του κοιλιακού τοιχώματος, όπου δημιουργείται ένα χάσμα μεταξύ των κοιλιακών μυών, από όπου προβάλει το τμήμα του σπλάχνου.
[simple_anchor id=”paragontes-kindinou” title=’
‘ content=’
Συνήθως τα αίτια της βουβωνοκήλης σχετίζονται με εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αυξήσουν την ενδοκοιλιακή πίεση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δημιουργηθεί το χάσμα του κοιλιακού τοιχώματος:
‘]
Παρόλα αυτά υπάρχουν ασθενείς με βουβωνοκήλη, οι οποίοι δεν ανήκουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες. Αυτό μπορεί να συμβεί εξαιτίας ιδιαίτερων ανατομικών χαρακτηριστικών ορισμένων ανθρώπων. Άτομα δηλαδή τα οποία λόγω γενετικής προδιάθεσης παρουσιάζουν ευαισθησία στη συνδεσμολογία του κοιλιακού τους τοιχώματος.
[simple_anchor id=”simptomata” title=’
‘ content=’
Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της βουβωνοκήλης είναι η τοπική διόγκωση κάτω από το δέρμα στη βουβωνική περιοχή, η οποία συνήθως εμφανίζεται όταν ο ασθενής είναι σε όρθια στάση και υποχωρεί όταν είναι ξαπλωμένος.’]
Στο αρχικό της στάδιο μπορεί η βουβωνοκήλη να είναι ασυμπτωματική, να μην ενοχλήσει δηλαδή καθόλου τον ασθενή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μπορεί να προκαλεί ένα ελαφρύ κοιλιακό άλγος και ίσως ένα ελαφρύ αίσθημα βάρους («τραβήγματος») στη βουβωνική χώρα.
[simple_anchor id=”epiplokes” title=’
‘ content=’
Το γεγονός πως η βουβωνοκήλη δεν προκαλεί έντονα δυσάρεστα συμπτώματα οδηγεί πολλούς ανθρώπους στην αναβολή της αντιμετώπισης της πάθησης. Η απόφαση αυτή ωστόσο ενέχει σοβαρούς κινδύνους εξαιτίας της πιθανότητας επιπλοκών, η οποία αυξάνεται όσο καθυστερεί η θεραπεία.
Η πιο σοβαρή και επικίνδυνη επιπλοκή της βουβωνοκήλης είναι η περίσφιξη του περιεχομένου της. Με απλά λόγια σε κάποια χρονική στιγμή, την οποία δεν μπορούμε να προβλέψουμε, μπορεί το σπλάχνο να εγκλωβιστεί μεταξύ των κοιλιακών μυών που το συγκρατούν. Με αυτόν τον τρόπο σταματάει η αιμάτωση του εγκλωβισμένου τμήματος του οργάνου, οδηγώντας το προοδευτικά σε νέκρωση.
Τα συμπτώματα της περίσφιξης, τα οποία θα πρέπει να οδηγήσουν τον ασθενή σε άμεση αναζήτηση ιατρικής βοήθειας είναι:
‘]
[simple_anchor id=”therapia” title=’
‘ content=’
Δεδομένης της επικινδυνότητας της πάθησης λόγω της πιθανότητας περίσφιξης, κρίνεται αναγκαία η έγκαιρη αντιμετώπισή της πριν την εμφάνιση επιπλοκής.
Μοναδική μέθοδο αντιμετώπισης της βουβωνοκήλης αποτελεί η χειρουργική επέμβαση.
Η χειρουργική αποκατάσταση της βουβωνοκήλης περιλαμβάνει ανάταξη της κήλης και πλαστική με τοποθέτηση πλέγματος υπό τοπική αναισθησία.
Η αποκατάσταση της βουβωνοκήλης πέρασε από χίλια κύματα, από τις παλιές τεχνικές πλαστικής «με τάση», οι οποίες πονούσαν και είχαν μεγάλα ποσοστά επανεμφάνισης.
Στη συνέχεια, εμφανίστηκαν τα πλέγματα, τα οποία δεν προκαλούσαν τάση και είχαν χαμηλό ποσοστό επανεμφάνισης της νόσου.
Τα πλέγματα δεν είναι τίποτα άλλο από κομμάτια υφάσματος (κατασκευασμένα από διάφορων τύπων ίνες – κλωστές). Πέρα από το ότι είναι λογικό να μη θέλει κανείς να έχει στο σώμα του ένα κομμάτι υφάσματος, η αλήθεια είναι ότι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες των ξένων αυτών σωμάτων στον οργανισμό δεν έχουν μελετηθεί ακόμη.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους η χρήση πλέγματος αποφεύγεται σε παιδιά και γενικότερα σε ασθενείς κάτω των 20 ετών.’]
Ο Γενικός Χειρουργός Δρ. Γιώργος Ανθιμίδης είναι από τους λίγους χειρουργούς στην Ελλάδα που εφαρμόζει την πρωτοποριακή τεχνική Plugtenstein για την αποκατάσταση της βουβωνοκήλης. Πρόκειται για μία χειρουργική μέθοδο, η οποία συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής και της ανοιχτής χειρουργικής τεχνικής. Πραγματοποιείται μέσω μικρών τομών (3-4 εκατοστών), υπό τοπική αναισθησία, με χρήση διπλού πλέγματος. Το ένα εξ’ αυτών τοποθετείται στο έδαφος του βουβωνικού πόρου και το άλλο, που είναι τρισδιάστατο, ακριβώς στη θέση του χάσματος, από το οποίο ξεκινά η κήλη.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις θεραπευτικές επιλογές της βουβωνοκήλης, καλέστε τον Ειδικό Χειρουργό Δρ. Γιώργο Ανθιμίδη. Αντιμετωπίστε τη βουβωνοκήλη νωρίς – αποφύγετε οποιαδήποτε κατάσταση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υγεία σας σε κάποια χρονική στιγμή.